- ουρανοβάτης
- ο (Α οὐρανοβάτης, θηλ. οὐρανοβάτις)αυτός που ζει με φαντασιώσεις, φαντασιόπληκτος, αιθεροβάμωναρχ.αυτός που διασχίζει τον ουρανό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνο-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek
ουρανοβατώ — (Α οὐρανοβατῶ, έω) [ουρανοβάτης] βαδίζω ή κινούμαι στον ουρανό νεοελλ. μτφ. φαντασιοκοπώ, αεροβατώ, είμαι φαντασιόπληκτος … Dictionary of Greek